- μακρέτειος
- μακρέτειοςagedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακρέτειος — μακρέτειος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που διαρκεί πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἔτειος (< ἔτος), πρβλ. επ έτειος] … Dictionary of Greek